- δοκιμαστική
- δοκιμαστικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδρογονοβόμβα — Εκρηκτική βόμβα με μεγάλη καταστρεπτική ενέργεια. Η δράση της στηρίζεται σε θερμοπυρηνική αντίδραση. Είναι η ισχυρότερη μέχρι σήμερα βόμβα, που δοκιμάστηκε σε στόχους μη πολεμικούς. Μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
απόπειρα — η (AM ἀπόπειρα) δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια νεοελλ. 1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βασανίζω — (AM βασανίζω) [βάσανος] 1. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια 2. (για θέματα και ζητήματα) ελέγχω λεπτομερώς, εξετάζω εξονυχιστικά νεοελλ. τυραννώ, καταταλαιπωρώ κάποιον αρχ. 1. φρ. «βασανίζω χρυσόν» ελέγχω τη γνησιότητά του τρίβοντάς τον επάνω στη … Dictionary of Greek
δοκιμή — η (AM δοκιμή) [δόκιμος] 1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος 2. απόδειξη νεοελλ. 1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα 2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την… … Dictionary of Greek
δοκιμαστικός — ή, ό (AM δοκιμαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμή («δοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
μεταλλομάστευση — η (μεταλλειολ.) δοκιμαστική έρευνα για ανεύρεση μεταλλοφόρων στρωμάτων … Dictionary of Greek
μηχανογράφηση — Όρος που αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για την επεξεργασία διοικητικών και οικονομικών πληροφοριών στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού. Ειδικότερα τα πεδία εφαρμογής της μ. είναι η μισθοδοσία, οι αποθήκες, ο έλεγχος… … Dictionary of Greek